Το τραγούδι «Για μπάνιο πάω» γράφτηκε από τον Απόστολο Καλδάρα για λογαριασμό της εταιρίας Κολούμπια το καλοκαίρι του 1952 και μάλιστα με αφορμή έναν από τους πρώτους αστικούς καύσωνες που ταλαιπώρησαν τους Αθηναίους.
Έξι χρόνια νωρίτερα, ο Καλδάρας είχε κάνει επιτυχία με το «Μάγκας βγήκε για σεργιάνι» με τους Παγιουμτζή και Στελλάκη Περπινιάδη ενώ το 1947 το «Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι» είχε ήδη εδραιώσει τη φήμη του τρικαλινού δημιουργού.
Το λαϊκό και καλοκαιρινό τραγούδι «Για μπάνιο πάω», είχε κάτι παράδοξο. Ήταν η πρώτη ηχογράφηση του νεαρού τότε τραγουδιστή, Στέλιου Καζαντζίδη και αποδείχθηκε παραλίγο μοιραία. Το δισκογραφικό του ντεμπούτο σημείωσε παταγώδη αποτυχία και κόντεψε να του κοστίσει την καριέρα του. Η επιμονή του Γιάννη Παπαϊωάννου να ξαναδοκιμαστεί ο Καζαντζίδης στη συνέχεια, ήταν καθοριστική. Ο ελαφρύς στίχος «για μπάνιο πάω κι αν θέλεις έλα, καλέ κοπέλα, καλέ κοπέλα» μπορεί να ήταν αιτία της αποτυχίας.
Μπορεί πάλι ο νέος τραγουδιστής με την κιθάρα και το παχύ μουστάκι να έμοιαζε φωνητικά στον ήδη φτασμένο λαϊκό βάρδο Πρόδρομο Τσαουσάκη, γεγονός που δεν γινόταν αποδεκτό από το κοινό. Ο Μανώλης Χιώτης λίγο μετά τον συμβούλευσε να το ξυρίσει αφού όπως του είπε, έμοιαζε με βούρτσα. Πιθανόν οι υπόγειες διαδρομές που κάνει ένα κομμάτι και τραγουδιέται από τον κόσμο, όλες τις εποχές, στο τραγούδι αυτό να μην έγιναν.
Ας δούμε όμως τι είχε πει ο ίδιος ο Καζαντζίδης στον αξέχαστο Πάνο Γεραμάνη για την πρώτη του εμπειρία στο στούντιο: «Το πρώτο μου τραγούδι σε δίσκο, το «Για μπάνιο πάω» του Καλδάρα, είχε ρεμπέτικο χρώμα. Ήταν από τα ελάχιστα λαϊκά τραγούδια με χορωδία. Γιατί τα μέλη της ορχήστρας ήταν καλλίφωνοι κι έπαιζαν τον ρόλο μιας μικρής χορωδίας.
Ο δίσκος δεν πούλησε, εγώ απογοητεύτηκα και παραλίγο να κλείσει η πόρτα της Κολούμπια. Κάποιοι, μόλις μπήκα στο στούντιο, με είδαν με διαφορετικό μάτι. Ήταν αγριεμένη η φάτσα μου από τις ταλαιπωρίες της Ομόνοιας και των εργοστασίων και με έβλεπαν σαν μαγκάκι». Ο αγώνας για τον βιοπορισμό και τα δύσκολα παιδικά χρόνια του Καζαντζίδη, δεν ήταν η εξαίρεση στον κανόνα εκείνης της εποχής.
Το σκληρό μετεμφυλιακό κράτος, μια κοινωνία ερειπωμένη και σε ανασυγκρότηση και οι βαθιές κοινωνικές αντιθέσεις επηρέαζαν τον καμβά του τραγουδιού και τη θεματολογία του. Ο Τσιτσάνης, ο Χιώτης, ο Καλδάρας και άλλοι προσέγγιζαν ευρύτερα κοινωνικά στρώματα με το λαϊκό τραγούδι, το οποίο άφηνε πίσω του τη δομή του ρεμπέτικου και με άξονα το μπουζούκι και τις νέες φωνές της εποχής, κέρδιζε τον κόσμο των λιγοστών κέντρων και του σπιτικού γραμμοφώνου.
Αξίζει πάντως να σημειωθεί ότι ο γεννημένος το 1931 Καζαντζίδης άρχισε να τραγουδάει μέσα στο ταραγμένο, κοινωνικά και πολιτικά, κλίμα ενώ τα τραγουδιστικά πρότυπα της εποχής ήταν το λαϊκό και το ελαφρύ τραγούδι. Εκείνος μόλις είχε βγει από σύντομο και φλογερό ειδύλλιο με την τότε διάσημη Τουρκάλα τραγουδίστρια Σεβάς Χανούμ και οι επιρροές του από τον Πρόδρομο Τσαουσάκη, ήταν εμφανέστατες.
Ο Παπαϊωάννου, ο Χρυσίνης, ο Χιώτης και ο Καραπατάκης ήταν εκείνοι που καθοδηγούσαν τον νέο τραγουδιστή να βρει την δική του ταυτότητα και του εμπιστεύονταν επιτυχίες. Είναι χαρακτηριστικό πως μετά την αποτυχία του «Για μπάνιο πάω» ακολούθησε το τραγούδι «Βαλίτσες» – ή «Δεν θέλω το κακό σου»- του Γιάννη Παπαϊωάννου που σημείωσε τρομερή επιτυχία και χάραξε συντεταγμένες του μετέπειτα θρύλου του Καζαντζίδη.